- ωλεσίσκαφος
- -ον, Μ(ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει τα σκάφη, τα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + σκάφος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω- τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. ὤλεσις, ὠλεσί-καρπος)].
Dictionary of Greek. 2013.